Η έρευνα Pisa, που δημοσιεύεται κάθε τρία χρόνια –αλλά μετατέθηκε αυτή τη φορά κατά έναν χρόνο λόγω της πανδημίας της Covid-19– έχει καταστεί παγκόσμιο σημείο αναφοράς που εξετάζεται εξονυχιστικά από τις κυβερνήσεις.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΟΟΑΣΑ, ο μέσος όρος των αποτελεσμάτων του 2022 στην Ελλάδα μειώθηκε σε σύγκριση με το 2018 στα Μαθηματικά, στην κατανόηση κειμένου και στις φυσικές επιστήμες. Και στα τρία πεδία, η μέση επίδοση ήταν χαμηλότερη το 2022 απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε προηγούμενη εκτίμηση: σύμφωνα με την έρευνα, η απότομη πτώση ανάμεσα στο 2018 και το 2022 επιβεβαίωσε και ενίσχυσε μια μείωση η οποία είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα.
Απογοητευτικές επιδόσεις για τα Ελληνόπουλα σε βασικές γνωστικές δεξιότητες
Τα απογοητευτικά αποτελέσματα της έρευνας PISA για το 2022, αναφορικά με τις επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών στην κατανόηση κειμένου, τα Μαθηματικά και τις Φυσικές επιστήμες, δεν θα μπορούσαν να μην μας προβληματίσουν για το γνωστικό υπ΄όβαθρο των μαθητών. Σημειωτέον τα τελευταία χρόνια από το αρμόδιο Υπουργείο γίνεται κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε το το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα να “βγάζει” πιο άρτια καταρτισμένους ανθρώπους.
Φαίνεται ότι οι μαθητές της χώρας μας παραμένουν σε πολύ χαμηλές θέσεις ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ, με τις επιδόσεις τους να βαίνουν συνεχώς μειούμενες και η κατάσταση να δείχνει απογοητευτική.Στα αποτελέσματα για το 2018 η βαθμολογία της Ελλάδας στις τρεις δεξιότητες (κατανόηση κειμένου, μαθηματικά και φυσικές επιστήμες) που πρέπει να έχουν οι μαθητές ολοκληρώνοντας την υποχρεωτική εκπαίδευση, δηλαδή έως τα 16, υποχώρησε σε σχέση με τον διαγωνισμό του 2015. Η σημερινή έκθεση δείχνει ότι η ψαλίδα με τις χαμηλές επιδόσεις των μαθητών διευρύνθηκε και ότι οι Έλληνες μαθητές χωλαίνουν σε κριτική σκέψη, σύνθεση και εντοπισμό της πληροφορίας, αξιοποίηση των γνώσεων φυσικών επιστημών αλλά και σύνδεση τους με την καθημερινότητά τους.
Τα θέματα των εξετάσεων είναι σχεδιασμένα για να αξιολογούν την κριτική και την αναλυτική σκέψη των παιδιών, καθώς και την ικανότητά τους να επεξεργάζονται έννοιες και δεδομένα για να επιλύσουν προβλήματα με επιστημονικό τρόπο. Είναι μια έρευνα που δεν σχετίζεται με συγκεκριμένη διδακτική ύλη, αλλά που καλείται να εξετάσει το αν και κατά πόσο οι 15χρονοι είναι κατάλληλα καταρτισμένοι για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της εποχής μας. Από την Ελλάδα, συμμετείχαν στον διαγωνισμό PISA 6.403 μαθητές από 230 δημόσια και ιδιωτικά σχολεία, αντιπροσωπεύoντας περίπου 98.100 μαθητές 15 ετών, δηλαδή σχεδόν το 91% του συνολικού πληθυσμού 15χρονων.
Γιατί απέτυχαν οι Έλληνες μαθητές στο διεθνές τεστ αξιολόγησης PISA;
Μιλ΄ωντας αποκλειστικά στο Dnews η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Πληροφορικής και Τηλεματικής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών και Εθνική Διαχειρίστρια του Προγράμματος PISA του Ο.Ο.Σ.Α. Χρύσα Σοφιανοπούλου σχολίασε τις χαμηλές επιδόσεις της χώρας μας στην παγκόσμια λίστα αναφέροντας ότι “Εκείνο που χαρακτηρίζει τα αποτελέσματα του PISA 2022 είναι η πτώση στις επιδόσεις σχεδόν όλων των χωρών που συμμετείχαν. Πτώση που ερμηνεύεται κυρίως λόγω πανδημίας. Ανεξάρτητα από αυτό, έχει ενδιαφέρο να μελετήσουμε περαιτέρω τις επιδόσεις της Ελλάδας στα Μαθηματικά, που ήταν το κύριο γνωστικό αντικείμενο, δεδομένου του μαθηματικού συλλογισμού που υπήρχε ενισχυμένος αυτή την φορά.”
Η Σιγκαπούρη ηγέτης στις υψηλές σχολικές επιδόσεις
Η Ασία, με επικεφαλής τη Σιγκαπούρη, βρίσκεται για μια ακόμη φορά στην κορυφή της έρευνας Pisa 2022. Η Σιγκαπούρη βρίσκεται μακράν μπροστά σε Μαθηματικά, Φυσικές Επιστήμες και Κατανόηση Κειμένου όπως και το 2016. Ακολουθούν το Μακάο, η Ταϊβάν, το Χονγκ Κονγκ, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα στα μαθηματικά. “Συνεχίζουμε να έχουμε χώρες της Ασίας να μονοπωλούν τις καλύτερες επιδόσεις, κυρίως στα μαθηματικά”, υπογραμμίζει ο Ερίκ Σαρμπονιέ, ειδικός για την εκπαίδευση στον ΟΟΣΑ.
Όμως το κύριο στοιχείο που διακρίνει αυτή την έρευνα του 2022 βρίσκεται αλλού: σε μια “άνευ προηγουμένου μείωση των επιδόσεων” των μαθητών, υπογραμμίζει η Ιρέν Χου, ειδική στην εκπαίδευση του ΟΟΣΑ. Στα μαθηματικά, ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ έπεσε κατά 15 μονάδες σε σχέση με το 2018, ενώ η διαφορά ανάμεσα σε κάθε κύκλο δεν είχε ξεπεράσει ποτέ τις τέσσερις μονάδες προηγουμένως. Στην κατανόηση κειμένου, η μείωση είναι 10 μονάδες κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ” και τα αποτελέσματα στις φυσικές επιστήμες παρέμειναν σταθερά, λέει.
Αυτό αντιστοιχεί σχεδόν στο μισό ενός έτους εκμάθησης της ανάγνωσης και στα τρία τέταρτα ενός έτους στα μαθηματικά, εκτιμά ο ΟΟΣΑ για τον οποίο οι 20 μονάδες ισοδυναμούν με ένα έτος φοίτησης. Εξετάζει από το 2000 τις επιδόσεις των εκπαιδευτικών συστημάτων, μέσω των δεξιοτήτων στις φυσικές επιστήμες, στα μαθηματικά και στην κατανόηση κειμένου, των μαθητών ηλικίας 15 ετών. Κάθε φορά ένα από αυτά τα τρία πεδία αναπτύσσεται διεξοδικά, τα μαθηματικά αυτή τη φορά. Στις ασκήσεις υποβλήθηκαν το 2022 690.000 νέοι σε 81 χώρες και περιοχές.
Όπως και στην προηγούμενη έρευνα, όπου τέσσερις κινεζικές μητροπόλεις και επαρχίες (Πεκίνο, Σανγκάη, Τσιανγκσού, Τσετσιάνγκ, οι οποίες δεν συμμετείχαν αυτή τη φορά στην έρευνα) είχαν βρεθεί στην κορυφή, οι μαθητές σε πολλές ασιατικές χώρες βρίσκονται μεταξύ των καλύτερων μαθητών στα μαθηματικά, στις φυσικές επιστήμες και στην κατανόηση κειμένου.
Η εκπαιδευτική σημασία του Διεθνούς Προγράμματος PISA για την Αξιολόγηση Μαθητών
Το Διεθνές Πρόγραμμα PISA για την Αξιολόγηση των Μαθητών (Programme for International Student Assessment) είναι μία Εκπαιδευτική Έρευνα που διεξάγεται κάθε τρία χρόνια (από το 2000 έως σήμερα) και που υλοποιείται από διεθνή ερευνητικά ιδρύματα (PISA Consortium) υπό την οργάνωση της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης του ΟΟΣΑ (Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη) και τη συνεργασία των συμμετεχουσών στην Έρευνα χωρών.
Κύριος στόχος είναι η αξιολόγηση του εύρους των γνώσεων και των δεξιοτήτων των μαθητών που βρίσκονται στο τέλος της Υποχρεωτικής τους Εκπαίδευσης, βάσει των οποίων διαμορφώνεται, σε σημαντικό βαθμό, η ουσιαστική και ισότιμη συμμετοχή τους στις σύγχρονα δομημένες κοινωνίες.
Εκκινώντας, επομένως, από ένα κοινά καθορισμένο και διεθνώς αποδεκτό πλαισίο εργασίας, το Πρόγραμμα PISA συλλέγει πληροφορίες για τις επιδόσεις των 15χρονων συμμετεχόντων μαθητών και, την ίδια στιγμή, ανιχνεύει όψεις και δυνατότητες της αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών που λαμβάνουν μέρος στην αξιολόγηση. Κάθε συμμετέχουσα χώρα έχει, λοιπόν, τη δυνατότητα να αντλεί μέσω του Προγράμματος αυτού χρήσιμα στοιχεία για το εκπαιδευτικό της σύστημα, κατορθώνει να κατανοεί τα θετικά στοιχεία και τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού της σχεδιασμού και, εντέλει, ανατροφοδοτείται σχετικά με το βαθμό αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού της έργου ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα τις πρακτικές Εκπαίδευσης και Αγωγής των άλλων συμμετεχουσών χωρών.
Πηγή:dnews.gr